- ἐπόρνευσαν
- предались разврату
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐπόρνευσαν — πορνεύω prostitute aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)